- συνδιαλλάσσω
- μετ.1) мирить, примирять; приводить к согласию; 2) улаживать (споры); урегулировать (разногласия, конфликты)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνδιαλλάσσω — ΝΑ, και αττ. τ. συνδιαλλάττω Α συμβιβάζω δύο αντιμαχόμενες πλευρές, συμφιλιώνω αρχ. παθ. συνδιαλλάσσομαι αλλάζω μαζί η ταυτόχρονα με κάποιον ή κάτι άλλο («τὸ διηλλαγμένον τοῡ ἐπιρρήματος συνδιηλλάγθαι τῷ πρωτοτυπῳ», Απολλ. Δύσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
συνδιαλλάξοντας — συνδιαλλάσσω help in reconciling fut part act masc acc pl συνδιαλλάσσω help in reconciling fut part act masc acc pl συνδιᾱλλάξοντας , συνδιαλλάσσω help in reconciling futperf ind act masc acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαλλάττειν — συνδιαλλάσσω help in reconciling pres inf act (attic epic) συνδιαλλάσσω help in reconciling pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαλλάττωσι — συνδιαλλάσσω help in reconciling pres subj act 3rd pl (attic) συνδιαλλάσσω help in reconciling pres subj act 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαλλάττωσιν — συνδιαλλάσσω help in reconciling pres subj act 3rd pl (attic) συνδιαλλάσσω help in reconciling pres subj act 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιηλλάχθαι — συνδιαλλάσσω help in reconciling perf inf mp (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλλάσσω — (AM διαλλάσσω και διαλλάττω) [αλλάσσω] συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω αρχ. 1. ανταλλάσσω 2. παίρνω σε αντάλλαγμα 3. αλλάζω, μεταβάλλω, αλλοιώνω 4. (αμτβ.) α) διαφέρω β) διαπρέπω γ) πεθαίνω … Dictionary of Greek
καταδιαλλάσσω — (Α) συνδιαλλάσσω … Dictionary of Greek
καταλλάσσω — (AM καταλλάσσω) συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω, συμβιβάζω μσν. μεταβάλλω μσν. αρχ. ανταλλάσσω νομίσματα αρχ. ανταλλάσσω ένα πράγμα με κάτι άλλο 2. παθ. καταλλάσσομαι έρχομαι σε συνδιαλλαγή, συμφιλιώνομαι … Dictionary of Greek
προδιαλλάσσω — Α συνδιαλλάσσομαι προηγουμένως («προδιαλλάσσειν αὐτοῑς θεόν», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαλλάσσω «συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω»] … Dictionary of Greek
συλλύω — Α [λύ(ν)ω] 1. λύνω κάτι μαζί με άλλον ή άλλους («ξύλλυε μητρὸς δεσμὸν», Ευρ.) 2. διαλύω δυσκολίες, βοηθώ στην επίλυση προβλημάτων 3. συνδιαλλάσσω, συμβιβάζω, συμφιλιώνω 4. συνοικώ, διαμένω κάτω από την ίδια στέγη με άλλον 5. (το μέσ.) συλλύομαι… … Dictionary of Greek